καλοσυνηθισμένος

καλοσυνηθισμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλοσυνηθισμένος" в других словарях:

  • καλοσυνηθίζω — 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό») 2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους 3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνηθίζω — καλοσυνηθίζω, καλοσυνήθισα, καλοσυνηθισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοσυνηθίζω — καλοσυνήθισα, καλοσυνηθισμένος, καλομαθαίνω κάποιον: Καλοσυνήθισε στην τεμπελιά και του κακοφαίνεται η δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»